- πλουτώνιος
- -ια, -ιο, και πλουτώνείος, -εια, -ειο / πλουτώνιος, -ία, -ον και πλουτώνείος, -εία, -ειον, ΝΜΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλούτωνανεοελλ.1. αυτός που συντελείται στα έγκατα τής γης, ενδογήινος2. ο αναφερόμενος στον πλουτωνισμό3. το ουδ. ως ουσ. το πλουτώνιοραδιενεργό χημικό στοιχείο, με σύμβολο Pu και ατομικό αριθμό 94, σχηματιζόμενο με αυτόματη μεταστοιχείωση τού ποσειδωνείου, που χρησιμοποιείται ως καύσιμο στους πυρηνικούς σταθμούς για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και για την κατασκευή πυρηνικών όπλων4. φρ. α) «πλουτώνειες εκρήξεις» — ηφαίστειες εκρήξειςβ) «πλουτώνεια πετρώματα» — οι πλουτωνίτες, πυριγενή πετρώματα που σχηματίζονται από την κρυστάλλωση τού μάγματος σε μεγάλα βάθη κάτω από την επιφάνεια τής Γηςαρχ.(ουδ. ως ουσ.) τὸ πλουτώνειονα) ναός τού Άδηβ) i) μυθ. σπηλαιώδης χώρος τον οποίο οι αρχαίοι θεωρούσαν ως είσοδο προς τον Άδη, τον Κάτω Κόσμοii) μέρος όπου αναδίδονται από το έδαφος αναθυμιάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πλούτων. Ο νεοελλ. τ. πλουτώνιο είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plutonium (< Πλούτων + κατάλ. -ium)].
Dictionary of Greek. 2013.